-
1 ενσταζω
1) впускать по каплям, вливатьἐρίῳ ἐ. ἔλαιον Arph. — пропитывать шерсть маслом2) внушать, вселять, pass. возникать (в душе)(ἐνέστακταί τινι μένος Hom.; οἵ τις ἐνέστακτο ἵμερος Her.; ἔρως ἐνεσταγμένος Plut.)
1 ενσταζω
(ἐνέστακταί τινι μένος Hom.; οἵ τις ἐνέστακτο ἵμερος Her.; ἔρως ἐνεσταγμένος Plut.)